Καμπύλη Σάκχαρου
Η πρώτη περιγραφή του Σακχαρώδη Διαβήτη (ΣΔ) είναι καταγεγραμμένη σε αιγυπτιακό πάπυρο (1.550 πΧ) και αναφέρεται ως "η νόσος με την πολυουρία, χωρίς πόνους αλλά με λιποσαρκία". Η πρώτη ονομασία της νόσου δόθηκε από τον Αρεταίο (120-200 μΧ) γιατρό από την Καππαδοκία. Έδωσε στη νόσο το όνομα Διαβήτης από το ρήμα "διαβαίνω" εξαιτίας του ότι το νερό που πίνει ο ασθενής "διαβαίνει" αναλλοίωτο το σώμα, λόγω της αποβολής σακχάρου στα ούρα (γλυκοζουρία).
Η χαρακτηριστική μεταβολική διαταραχή της νόσου είναι η υπεργλυκαιμία, δηλαδή η αύξηση της συγκέντρωσης γλυκόζης (σακχάρου) στο αίμα, λόγω αδυναμίας μεταβολισμού της από την ορμόνη του παγκρέατος ινσουλίνη, είτε λόγω ανεπάρκειας της έκκρισης της (ΣΔ τύπου Ι, νεανικός διαβήτης) είτε λόγω αντίστασης του οργανισμού σε αυτήν (ΣΔ τύπου ΙΙ, ινσουλινοαντοχή).

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας, ο ΣΔ εμφανίζεται στο 12% του γενικού πληθυσμού. Σημαντική αύξηση διαπιστώθηκε στις μεγαλύτερες ηλικίες ασθενών, στο 23% στους ασθενείς μεταξύ 60 – 69 ετών, 30,5% στους >70 ετών. Το ποσοστό και του προδιαβήτη υπολογίζεται στο 12,4%.
Ο ΣΔ τύπου 1 εμφανίζεται κατά κύριο λόγο μεταξύ 4-6 ετών και στην εφηβεία εξίσου και στα δύο φύλα.
Ο ΣΔ τύπου ΙΙ εμφανίζεται συχνότερα μετά τα 45 έτη, αλλά από το 1990 έχει καταγραφεί η αυξημένη εμφάνισή του σε παιδιά και εφήβους, σχετιζόμενος με παιδική και εφηβική παχυσαρκία.
ΠΟΙΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΛΕΓΧΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ ΙΙ (ΟΜΑΔΕΣ ΥΨΗΛΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ)
- Ενήλικοι >45 ετών
- Υπέρβαροι – παχύσαρκοι ασθενείς
- Άτομα που κάνουν καθιστική ζωή
- Αν υπάρχουν συγγενείς πρώτου βαθμού με ΣΔ τύπου ΙΙ
- Αν υπάρχει υπέρταση >140/90mmHg
- Με HDL <35 mg/dl
- Με τριγλυκερίδια >250 mg/dl
- Αν υπήρξε διαβήτης κύησης ή γεννήθηκε νεογνό >4 Κg
- Αν υπάρχει σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
- Αν ανήκει σε εθνότητα ή μειονότητα με υψηλή επίπτωση ΣΔ τύπου ΙΙ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΜΠΥΛΗ ΣΑΚΧΑΡΟΥ (Δοκιμασία ανοχής γλυκόζης)
Ο ασθενής που θέλουμε να ελεγχθεί για την πιθανότητα να παρουσιάζει ΣΔ θα πρέπει να προετοιμαστεί λαμβάνοντας τις 3 προηγούμενες ημέρες της εξέτασης, γεύματα που να περιέχουν μεγάλες ποσότητες υδατανθράκων (τουλάχιστον 150 γρ./ ημέρα). Δεν πρέπει να έχει νόσο σε εξέλιξη και να μην παίρνει φάρμακα με υπογλυκαιμική δράση. Την 4η ημέρα νηστικός λαμβάνει ρόφημα που να περιέχει 75γρ. γλυκόζης και τις επόμενες δύο ώρες σε χρόνους 0΄, 30΄, 60΄, 90΄ και 120΄λεπτά προσδιορίζονται οι τιμές σακχάρου στο αίμα του, κατά την παραμονή του στο χώρο του διαγνωστικού κέντρου σε ηρεμία.
Η εξέταση αυτή γίνεται επίσης κατά την διάρκεια της κύησης την 24η-28η εβδομάδα εξαιτίας του κινδύνου της ύπαρξης ΣΔ κύησης.
ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ ΙΙ
- Συμπτώματα ΣΔ μαζί με μία τυχαία μέτρηση γλυκόζης πλάσματος >200 mg/dl (Η τυχαία μέτρηση ορίζεται ως η τιμή που παίρνουμε σε οποιαδήποτε ώρα της ημέρας χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η απόσταση από προηγούμενο γεύμα)
- Γλυκόζη πλάσματος νηστείας >126 mg/dl (Νηστεία ορίζεται η απουσία θερμιδικής πρόσληψης για τουλάχιστον 8 ώρες). Γλυκόζη πλάσματος νηστείας 110-125 mg/dl ή διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας IFG, χαρακτηρίζει τον προδιαβητη.
- Γλυκόζη πλάσματος 2ώρου μετά από τη λήψη 75gr γλυκόζης >200mg/dl
- Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη >6,5 %. Οι τιμές 5,7 -6,4% χαρακτηρίζουν τον προδιαβήτη.
- Αν η γλυκόζη πλάσματος 2 ώρες μετά από τη χορήγηση 75 γρ. γλυκόζης από το στόμα είναι 140 -199 mg/dl τότε θεωρούμε ότι έχουμε διαταραγμένη ανοχή γλυκόζης (ΔΑΓ).
ΚΑΜΠΥΛΗ ΣΑΚΧΑΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΥΗΣΗ
Επίσης καμπύλη σακχάρου εκτελείται σε όλες τις εγκύους μεταξύ 24ης και 28ης εβδομάδας της κύησης, γιατί σε αυτή την περίοδο εμφανίζεται φυσιολογικά αντίσταση στην ινσουλίνη λόγω της κύησης. Όμως ένα ποσοστό 15% των γυναικών που θα αναπτύξουν διαβήτη κύησης θα παρουσιάσουν σακχαρώδη διαβήτη τα επόμενα χρόνια, γι’ αυτό είναι σημαντικό να ελέγχονται όλες οι έγκυες γυναίκες καταρχήν με τη δοκιμασία ανίχνευσης με 50γρ γλυκόζης και μετά αν αυτή αποβεί θετική με τη διενέργεια καμπύλης σακχάρου με 100γρ γλυκόζης και μέτρηση της γλυκόζης πλάσματος ανά ώρα για τρεις ώρες. Οι φυσιολογικές τιμές είναι διαφορετικές από αυτές των υπόλοιπων ενηλίκων δηλαδή θεωρούνται φυσιολογικές τιμές οι εξής: γλυκόζη νηστείας =95 mg/dl, γλυκόζη 60΄min=180mg/dl, γλυκόζη 120΄min=155 mg/dl και γλυκόζη 180΄=140mg/dl.
Αν υπάρχουν παράγοντες κινδύνου η καμπύλη διενεργείται από το 1ο τρίμηνο της κύησης. Έγκυες υψηλού κινδύνου θεωρούνται αυτές που παρουσίασαν διαβήτη σε προηγούμενη κύηση, αυτές με ιστορικό γέννησης μακροσωμικού νεογνού (>4 Kg), με ιστορικό παλίνδρομης κύησης και παχυσαρκία.
Χρήσιμη επίσης εξέταση στην παρακολούθηση του σακχαρώδη διαβήτη έχει αποδειχθεί η μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης. Πρόκειται για μία αιμοσφαιρίνη η οποία φυσιολογικά συντίθεται από τα ερυθρά αιμοσφαίρια του αίματος και προσλαμβάνει επάνω στο μόριό της γλυκόζη (γλυκοζυλιώνεται). Συμβολίζεται ως HbA1c και χρησιμοποιείται για να καθορίσει πως ήταν η μέση τιμή της γλυκόζης στο αίμα του ασθενούς τους τελευταίους 3 μήνες περίπου (τόσο δηλαδή όσο είναι η ζωή των ερυθρών αιμοσφαιρίων). Φυσιολογικές θεωρούνται οι τιμές της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης από 4,8% έως 5,8%. Άριστη θεωρείται η ρύθμιση του σακχάρου όταν η τιμή της είναι περίπου 5,5%, ενώ τιμές μεγαλύτερες από 6,5% θεωρούμε ότι είναι διαγνωστικές για σακχαρώδη διαβήτη.
Σήμερα η μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης θεωρείται βασική εξέταση στην παρακολούθηση του σακχαρώδη διαβήτη και γιατροί και ασθενείς επιδιώκουν την όσο δυνατή πιο σωστή ρύθμιση του με βάσει τις τιμές αυτής της εξέτασης.
Ο σακχαρώδης διαβήτης σήμερα αντιμετωπίζεται ικανοποιητικά. Απαιτεί όμως συνεχή παρακολούθηση και πιστή εφαρμογή της φαρμακευτικής και διαιτητικής αγωγής με σκοπό την μείωση του κινδύνου για την ανάπτυξη επιπλοκών.
Είναι γνωστό πια και αποδεκτό από όλους ότι η πρόληψη μπορεί να σώσει ζωές. Το ίδιο ισχύει και για τον σακχαρώδη διαβήτη. Υπολογίζεται ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ασθενών δεν γνωρίζει ότι πάσχει από αυτόν.
Στα ιατρικά διαγνωστικά κέντρα ΒΙΟΤΥΠΟΣ, διενεργούνται καθημερινά πλήθος εξετάσεων που αφορούν την παρακολούθηση του διαβητικού ασθενούς (καμπύλη σακχάρου, μέτρηση γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, μέτρηση μικροαλβουμίνης ούρων, μέτρηση ινσουλίνης ορού, πεπτιδίου C και των αντισωμάτων έναντι νησιδιακών κυττάρων παγκρέατος και ινσουλίνης.